- αεραιμία
- η(ιατρ.), αρρώστια που προέρχεται από την απότομη αλλαγή της ατμοσφαιρικής πίεσης από υψηλή σε χαμηλή (αρρώστια των δυτών).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεραιμία — Η ύπαρξη στο αίμα ποσότητας ελεύθερων αερίων, η οποία προκαλεί αεροεμβολισμό. Η ποσότητα αζώτου που έχει απορροφηθεί από το αίμα δεν είναι μεγαλύτερη από όση περιέχεται σε ίσο όγκο νερού. Όταν όμως o άνθρωπος βρεθεί σε αυξημένη ατμοσφαιρική πίεση … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
πνευμαθαιμία — η, Ν ιατρ. η παρουσία αέρα ή αερίων μέσα στα αιμοφόρα αγγεία, αλλ. αεραιμία … Dictionary of Greek